φωτιά

φωτιά
η
1) огонь, пламя; костёр;

ανάβω τη φωτιά — разводить огонь, костёр;

βάζω φωτιά — а) поджигать; — б) перен. разжигать, подстрекать;

παίρνω ( — или πιάνω) φωτιά — а) загораться, вспыхивать; — б) перен. вспыхивать (гневом);

εύκολα παίρνω φωτιά — а) легко воспламеняться, быть легко воспламеняющимся;

б) перен. быть вспыльчивым, раздражительным;

παίρνω φωτιά με το πρώτο — вспыхивать как спичка; — заводиться с полуоборота (разг );

2) пожар;
3) бой, сражение;

§ φωτιά (απάνω) στη φωτιά — клин клином (вышибают);

είναι φωτιά (καί λαύρα) — а) быть в раздражении; — б) стоить очень дорого; — кусаться (разг ); — в) быть очень горячей, темпераментной (о женщине);

φωτιά πού μάς έκαψε! — какое несчастье нас постигло!;

βάνω το χέρι μου στη φωτιά — даю голову на отсечение


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φωτιά" в других словарях:

  • φωτιά — η, Ν [φως, φωτός] 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φωτός με καύση, πυρ 2. φλόγα 3. πυρκαγιά, εμπρησμός 4. μτφ. μάχη, πόλεμος 5. φρ. α) «βάζω φωτιά» i) πυρπολώ ii) μτφ. προκαλώ καβγά β) «φωτιά που μάς έκαψε» μάς βρήκε μεγάλη συμφορά γ) «βάζω… …   Dictionary of Greek

  • φωτιά — η 1. πυρ, φλόγα: Βάλε ξύλα στη φωτιά, για να μη σβήσει. 2. πυρκαγιά: Έβαλαν φωτιά στο δάσος. 3. μτφ., μάχη: Τι τιμή στο παλικάρι, όταν πρώτο στη φωτιά σκοτωθεί για την πατρίδα (Σπ. Τρικούπης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αγία Φωτιά — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 275 μ., 18 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αστερουσιών. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 60 μ., 126 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • πυρώνω — πυρῶ, όω, ΝΜΑ [πῡρ] 1. πυρακτώνω 2. ζεσταίνω, θερμαίνω κάτι στη φωτιά νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) (για πράγμα) πυρακτώνομαι («πύρωσε το σίδερο») β) (για πρόσ. και πράγμα) ζεσταίνομαι πολύ, κορώνω («καθόμουν πολύ ώρα δίπλα στο τζάκι και πύρωσα») γ) μτφ …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Προμηθέας — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, που καθιερώθηκε και στη θρησκευτική λατρεία. Η αθηναϊκή εορτή, τα Προμήθεια, θύμιζαν στους ανθρώπους την αρπαγή της φωτιάς από τον Π., ναός του οποίου υπήρχε κοντά στην Ακαδήμεια και τάφος του στον Οπούντα και… …   Dictionary of Greek

  • άπυρος — η, ο (Α ἄπυρος, ον) [πυρ] 1. ο χωρίς φωτιά 2. άβραστος, άψητος αρχ. μσν. φρ. «ἄπυρον θεῑον» θειάφι φυσικό αρχ. 1. (για αγγεία και τρίποδες) αυτός που δεν έχει τεθεί στη φωτιά, αμεταχείριστος 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να σταθεί πάνω στη φωτιά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»